- χνότο
- και παλ. τ. χνώτο, το, Ν1. η απόπνοια τού στόματος («γιατί τα χνώτα μου βρωμούν σαν τής ταφής το χώμα», Γρυπ.)2. φρ. «δεν ταιριάζουν τα χνότα μας» — έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τη λ. αχνός, μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. *αχνότη (με κατάλ. -ότη, βλ. λ. -τητα / -της), με σίγηση τού αρκτικού άτονου α- και μεταπλασμό ως προς τον αριθμό και το γένος (πρβλ. νεότα, τα < νεό-της, βλ. λ. νιάτα), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από αμάρτυρους ρηματ. τ. *χνοτώ < *εκνοτίζω «αναδίδω υγρασία» (< νοτίζω «υγραίνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.